- λοιδοροῦσα
- λοιδορέωabusepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοιδορούσας — λοιδορούσᾱς , λοιδορέω abuse pres part act fem acc pl (attic epic doric) λοιδορούσᾱς , λοιδορέω abuse pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδοροῦσ' — λοιδοροῦσα , λοιδορέω abuse pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) λοιδοροῦσι , λοιδορέω abuse pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) λοιδοροῦσι , λοιδορέω abuse pres ind act 3rd pl (attic epic doric) λοιδοροῦσαι , λοιδορέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερβολώ — κερβολῶ, έω (Α) κερτομώ*, λοιδορώ, περιπαίζω, πειράζω, υβρίζω («κερβολοῡσα λοιδοροῡσα, βλασφημοῡσα, ἀπατῶσα», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τού σκερβόλλω* κατά τά ρ. σε έω / ώ με σίγηση τού αρκτικού σ ] … Dictionary of Greek